χαλασμός

χαλασμός
ο разрушение; уничтожение, истребление;

§ χαλασμός κόσμου — светопреставление


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χαλασμός" в других словарях:

  • χαλασμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλασμός — ο, ΝΜΑ [χαλῶ] νεοελλ. 1. μτφ. μεγάλη, βαθιά συγκίνηση («νιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό», Βαλαωρ.) 2. φρ. «χαλασμός κόσμου» ή «χαλασμός Κυρίου» μτφ. α) i) μεγάλη καταστροφή, γενικός όλεθρος ii) μεγάλη αναστάτωση, πολύς θόρυβος β)… …   Dictionary of Greek

  • χαλασμός — ο 1. η πράξη του χαλνώ, μεγάλη καταστροφή, γενική αναστάτωση: Έγινε χαλασμός κόσμου. 2. συνωστισμός, κοσμοπλημμύρα. 3. ενθουσιασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλασμοῦ — χαλασμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλασμούς — χαλασμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλασμῷ — χαλασμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλασμόν — χαλασμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχαλασμός — ο (Μ καταχαλασμός) [καταχαλώ] η ενέργεια τού καταχαλώ, καταχάλασμα, ολοκληρωτική καταστροφή, τέλειος χαλασμός …   Dictionary of Greek

  • κοσμοχαλασιά — και κοσμοχάλαση, η 1. μεγάλη ταραχή και αναστάτωση τών στοιχείων τής φύσης, θεομηνία, χαλασμός κόσμου 2. πολύς θόρυβος, μεγάλη φασαρία που προέρχεται από πολλούς ανθρώπους, πανδαιμόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)* + χαλασιά / χάλαση (< χαλώ)] …   Dictionary of Greek

  • ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… …   Dictionary of Greek

  • πανδαιμόνιο — το 1. τόπος διαμονής όλων τών δαιμόνων 2. συνεκδ. πρωτεύουσα τού φανταστικού βασιλείου τής Κόλασης, όπου συνέρχονται τα συμβούλια τών δαιμόνων 3. μτφ. μεγάλος θόρυβος από φωνές και κρότους σε συνδυασμό με πλήρη σύγχυση και αταξία, αλλ. βαβυλώνια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»